χωνευτικότητα

χωνευτικότητα
η, Ν [χωνευτικός]
η ιδιότητα τού χωνευτικού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χωνευτικότητα — η η ιδιότητα του χωνευτικού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ευπεψία — η (ΑΜ εὐπεψία) [εύπεπτος] εύκολη πέψη, φυσιολογική χώνευση τής τροφής, χωνευτικότητα …   Dictionary of Greek

  • καλοστομαχία — καλοστομαχία, ἡ (Μ) ευπεψία, χωνευτικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + στομαχία (< στόμαχος < στόμαχος), πρβλ. κακο στομαχία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”